- σιόρ
- (I)Α(κατά τον Ησύχ.) «θεός Λάκωνες».[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. άλλος τ. τού βιός].————————(II)και σινιόρ, ο, θηλ. σιόρα και σινιόρα, Ν(προσαγόρευση τών μελών τής ανώτερης κοινωνικής τάξης στα Επτάνησα, παλαιότερα) κύριος.[ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. sior, άλλος τ. τού segnore (βλ. λ. σενιόρ)].
Dictionary of Greek. 2013.